- ὑπαικάλλω
- ὑπαικάλλω,A = ὑποσαίνω, Ael.NA4.45, Fr.107; prob. cj. for ὑπεκβάλλω in Plu.2.530d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υπαικάλλω — Α (δωρ. λ. αντί ὑποσαίνω) (για σκύλο) κουνώ ελαφρά την ουρά από χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο) * + αἰκάλλω «κουνώ την ουρά»] … Dictionary of Greek